κακογένης

κακογένης
κακογένης, ὁ (Μ)
αυτός που δεν έχει γένι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -γένης (< γένι[ν]), πρβλ. μακρο-γένης, πυκνο-γένης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κακογενής — κακογενής, ές (Α) αυτός που έχει ταπεινή καταγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γενής (< γένος), πρβλ. κοινο γενής, νεο γενής] …   Dictionary of Greek

  • κακογενές — κακογενής base born masc/fem voc sg κακογενής base born neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”